δειγματοληπτικός

δειγματοληπτικός
-ή, -ό [δειγματολήπτης]
Ι. αυτός που έγινε για δειγματοληψία («δειγματοληπτικός έλεγχος»)
||. επίρρ. δειγματοληπτικά και δειγματοληπτικώς
με τρόπο δειγματοληπτικό.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”